ἔβρισε

ἔβρισε
ἔβρῑσε , βρίθω
to be heavy
aor ind act 3rd sg
βρίζω
to be sleepy
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανθυβρίζω — ἀνθυβρίζω (Α) ανταποδίδω τις ύβρεις, βρίζω κι εγώ αυτόν που μ έβρισε …   Dictionary of Greek

  • κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… …   Dictionary of Greek

  • παλινωδία — Η επανάληψη μιας ωδής ή η αναίρεση του περιεχομένου της με άλλην. Εισηγητής της π., κατά την παράδοση, ήταν ο Στησίχωρος. Ο Στησίχωρος έβρισε με μιαν ωδή την Ελένη και έχασε το φως του. Θεωρώντας το γεγονός ως τιμωρία, έγραψε μιαν άλλη εξυμνητική …   Dictionary of Greek

  • σκυλί — το / σκυλίν, ΝΜ, και παλ. τ. σκυλλί Ν [σκύλος] σκύλος νεοελλ. 1. υβριστική προσωνυμία βαρβάρων και μη χριστιανών («την άγια Τράπεζά μας μη μάς τήν πάρουν τα σκυλιά και μάς τή μαγαρίσουν», δημ. τραγούδι) 2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Περεγρίνος — I Κυνικός φιλόσοφος του 2ου αι. μ.Χ., από το Πάριο της Μ. Ασίας· γνωστός και ως Π. ο Πρωτεύς. Βιογραφικά στοιχεία του βρίσκονται στα σατιρικά έργα του Λουκιανού Περί της Περεγρίνου τελευτήςκαιΔημώναξ. Ο Λουκιανός τον κατηγορεί για μοιχεία,… …   Dictionary of Greek

  • Τζάττας, Ιωσήφ — (Jsata, ; – 1851). Ιταλός φιλέλληνας. Καταγόταν από τη Μεσσήνα της Σικελίας και χρημάτισε υπαξιωματικός στον στρατό του βασιλείου της Νάπολης. Επειδή ήταν φιλελεύθερος, φυλακίστηκε με την κατηγορία, ότι έβρισε τον βασιλιά Φερδινάνδο και… …   Dictionary of Greek

  • αναφορά — η 1. προφορική ή γραπτή έκθεση κατώτερου σε ανώτερο: Έκαμα την αναφορά μου για όσα έγιναν. 2. γραπτή έκθεση ιδιώτη σε δημόσια αρχή: Για όλα αυτά τα στραβά έκαμα αναφορά στη Νομαρχία. 3. η καθημερινή ανακοίνωση στο διοικητή στρατιωτικής μονάδας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρίζω — έβρισα, βρίστηκα, βρισμένος 1. μιλώ υβριστικά: Έμαθε από μικρός να βρίζει. 2. προσβάλλω κάποιον: Τον χτύπησα γιατί έβρισε χυδαία τη μάνα μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔβρισ' — ἔβρῑσα , βρίθω to be heavy aor ind act 1st sg ἔβρῑσε , βρίθω to be heavy aor ind act 3rd sg ἔβρισα , βρίζω to be sleepy aor ind act 1st sg ἔβρισο , βρίζω to be sleepy plup ind mp 2nd sg ἔβρισο , βρίζω to be sleepy perf imperat mp 2nd sg ἔβρισε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”